πολύκλαδος — η, ο / πολύκλαδος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά κλαδιά, πολλά κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον») νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη επιχείρηση» β. «πολύκλαδη επιστήμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλάδος (<… … Dictionary of Greek
θυμελαία — (Τhymelaea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των θυμελαιιδών, που αριθμεί περίπου 20 θαμνώδη είδη. Είναι πολυετής, πολύκλαδη πόα, με μικρά και άμισχα φύλλα. Έχει πρασινωπά ή κίτρινα, μικρά, πολύγαμα ή δίοικα άνθη και περιάνθιο συνήθως μόνιμο,… … Dictionary of Greek
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
αγριοαλισφακιά — Δικότυλο φυτό της οικογένειας των λαμπιατών, γνωστό επιστημονικά ως σόλβια η σπονδυλωτή. Είναι πολυετής πόα, ύψους 40 έως 80 εκ., τριχωτή, πολύκλαδη και δύσοσμη. Έχει φύλλα πράσινα, πλατιά και άνθη γαλάζια, μικρά, σε πολυανθείς, πυκνούς… … Dictionary of Greek
βρομελιίδες — (bromeliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, ιθαγενής σχεδόν αποκλειστικά της τροπικής και της υποτροπικής Αμερικής, που περιλαμβάνει φυτά του τύπου των ξηρόφυτων και επίφυτων. Είναι ποώδη ή σπανιότερα δενδρώδη φυτά με κοντό κορμό. Τα φύλλα… … Dictionary of Greek
πολύκλαδος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλούς κλάδους: Πολύκλαδο δέντρο. 2. μτφ., αυτός που έχει πολλές υποδιαιρέσεις (κλάδους): Πολύκλαδη επιστήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)